- αποστειρώνω
- bouillir
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αποστειρώνω — αποστειρώνω, αποστείρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποστειρώνω — (Μ ἀποστειρῶ, όω) κάνω αποστείρωση μσν. γίνομαι άγονος, στείρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + στειρώ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1896 από τον Αλκ. Παπαπαναγιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αποστειρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, απαλλάσσω μιαν ουσία από τους μικροοργανισμούς που υπάρχουν μέσα της: Τα σκεύη με τα οποία δίνουμε τροφή στο μωρό πρέπει να τα αποστειρώνουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιβανίζω — 1. βάζω κάτι στον φούρνο για ψήσιμο 2. αποστειρώνω, απολυμαίνω κάτι σε ειδικό κλίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος. Η λ., στη μέσ. φωνή κλιβανίζομαι, μαρτυρείται από το 1872 στον Α. Καραγιάννη στο Δεισιδαιμονίας δοκίμων] … Dictionary of Greek
παστεριώνω — και παστεριώ, όω και παστερίζω αποστειρώνω με τη μέθοδο τού Παστέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Γάλλου Pasteur + κατάλ. ιώνω / ίζω (πρβλ. γαλλ. pasteuriser). Η μτχ. τού παστερίζω, παστερισμένος, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παστεριώνω — παστερίωσα, παστεριώθηκα, παστεριωμένος, αποστειρώνω, καταστρέφω τα μικρόβια με τη μέθοδο του Παστέρ: Το γάλα σήμερα πουλιέται παστεριωμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)